- στενάς
- στενά̱ς , στενόςnarrowfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμφράσσω — και αττ. τ. προσεμφράττω ΜΑ [ἐμφράσσω] φράζω, αποκλείω επιπροσθέτως («προσεμφράττουσι τὰς στενὰς ὁδούς», Γαλ.) … Dictionary of Greek